Νέες προκλήσεις στην τουριστική βιομηχανία

Νέες προκλήσεις στην τουριστική βιομηχανία

Νέες προκλήσεις στην τουριστική βιομηχανία

Η πρόσφατη δημιουργία του Υφυπουργείου Τουρισμού αλλά και η ενσωμάτωση του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού σε αυτό φέρνει ομολογουμένως νέες εξελίξεις αλλά και προκλήσεις στα ζητήματα που αφορούν το τουριστικό προϊόν της Κύπρου.  Η μελέτη σχετικά με την Εθνική Στρατηγική Τουρισμού για τη χώρα μας μιλάει για 4,8 εκατομμύρια τουρίστες με ορίζοντα το 2030.  Αυτός ο στόχος μπορεί να καταστεί εφικτός, αν αναλογιστούμε τους αριθμούς των επισκεπτών που φιλοξενούνται κάθε χρόνο σε γειτονικές και ανταγωνιστικές μας χώρες. Θα πρέπει ωστόσο να τεθεί το ερώτημα κατά πόσο μας ενδιαφέρει περισσότερο – και αποκλειστικά - η ποσότητα ή η ποιότητα του τουριστικού μας προϊόντος.

Αυτό το ερώτημα φαίνεται να έχει προβληματίσει εξίσου και άλλες τουριστικές περιοχές που άρχισαν να ανησυχούν με την άφιξη του μαζικού τουρισμού, του γνωστού over tourism, βάζοντας φραγμούς στον αυξανόμενο αριθμό αφίξεων, όπως συνέβη για παράδειγμα στη Μαγιόρκα της Ισπανίας.  Στο νησί αυτό των Βαλεαρίδων έχει απαγορευτεί το αλκοόλ για κάποιες ώρες και αντί του γνωστού Happy Hour, κατά τη διάρκεια του οποίου τα αλκοολούχα ποτά προσφέρονται σε ειδικές τιμές, προωθείται το Unhappy Hour και αντίστοιχα τα μη αλκοολούχα ποτά, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Die Welt.

Ο μαζικός τουρισμός, όπως επικαλείται η εφημερίδα Die Welt, καταστρέφει την ποιότητα ζωής τόσο των πόλεων όσο και των ίδιων των πολιτών.  Το 1950 καταγράφηκαν 25 εκατομμύρια τουρίστες παγκοσμίως ενώ σήμερα ο αριθμός έφτασε τα 1,3 δισεκατομμύρια.  Η Ευρώπη προσελκύει το 51% της τουριστικής κίνησης και αποτελεί τον πιο δημοφιλή τουριστικό προορισμό.  Το 2030 οι τουρίστες αναμένεται να φτάσουν τα 1,8 δισεκατομμύρια παγκοσμίως και σίγουρα η Κύπρος θα επωφεληθεί από αυτή την αύξηση.  Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η βελτίωση της οικονομίας της Κίνας και της Ινδίας, δύο αγορές οι οποίες έχουν τις ιδιαιτερότητες τους και για αυτό θα πρέπει να τις προσέξουμε, δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για ταξίδια.

Η αυξανόμενη τάση που παρατηρείται για γνωριμία άλλων πολιτισμών έχει ακόμη αρνητικό αντίκτυπο εξαιτίας της υπερεπισκεψιμότητας κάποιων αξιοθέατων, όπως είναι ο Πύργος του Άιφελ, η παραλία Maya Bay στην Ταϋλάνδη και αρκετοί προορισμοί στην Ελβετία, τη Βενετία, το Ντουμπρόβνικ και το Άμστερνταμ, όπου ο «υπερτουρισμός» πνίγει τις πόλεις, προκαλώντας αντιδράσεις από τους κατοίκους.  Για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι μεγάλοι τουριστικοί προορισμοί προσπαθούν να διασκορπίσουν και να διαμοιράσουν τους τουρίστες και εκτός των αστικών κέντρων, π.χ. στα περίχωρα και στην επαρχία για αποφυγή της μαζικής συγκέντρωσης στις πόλεις. Πρόκειται για την τακτική του λεγόμενου «spreading» που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην Κύπρο,   προωθώντας την ενδοχώρα και την επαρχία.

Σίγουρα εμείς στην Κύπρο δεν μπορούμε να φτάσουμε τον αριθμό των τουριστών που επισκέπτονται τις Βαλεαρίδες Νήσους κάθε χρόνο, αλλά μπορούμε να βελτιώσουμε τη θέση της Κύπρου ως αειφόρου προορισμού στον χάρτη της τουριστικής βιομηχανίας.  Για να καταστεί βέβαια η Κύπρος ένας αειφόρος-ολόχρονος τουριστικός προορισμός, θα πρέπει αρχικά να απευθύνεται σε όλες τις κατηγορίες τουριστών που ευελπιστούν να βρουν στον τόπο μας αυτό το ξεχωριστό στοιχείο, το διαφορετικό και ιδιαίτερο, που δεν βρίσκουν εύκολα σε άλλους τουριστικούς προορισμούς.  Προκειμένου να πετύχουμε κάτι τέτοιο, θα μπορούσαμε να προωθήσουμε την εμπειρία στην ενδοχώρα, στις πεδιάδες, στα βουνά, στις κοινότητες και στα χωριά που διακρίνονται για τα παραδοσιακά τους γνωρίσματα, δίνοντας έμφαση στα αυθεντικά κυπριακά παραδοσιακά προϊόντα.    

Οι μορφές του εναλλακτικού τουρισμού, ενός τουρισμού ασφαλέστατα πιο ακριβού, προωθούν με βεβαιότητα την παράδοση και τον πολιτισμό της χώρας μας, εφόσον δίνουν την ευκαιρία στον επισκέπτη να βιώσει μία μοναδική εμπειρία, να αποτελέσει μέρος του κοινωνικού συνόλου και να καταστεί έτσι «πλουσιότερος» στο ταξίδι του.  Τον «πλούτο» του επισκέπτη μπορούν να ενισχύσουν οι επισκέψεις στο παραδοσιακό μανάβικο, στο αρτοποιείο και στη Λαϊκή Αγορά, σε χώρους δηλαδή, όπου θα αισθανθεί μέρος του τοπικού πληθυσμού.  

Οι επισκέπτες θα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι να περπατήσουν στα στενά δρομάκια, να παρατηρήσουν, να μιλήσουν με τους αυτόχθονες κατοίκους και να καταλήξουν σε παραδοσιακά καφενεία και εστιατόρια. Η Κύπρος θα πρέπει λοιπόν να προβάλει την αυθεντική της κουλτούρα και παράδοση, η οποία κρύβεται σε κάθε γωνιά του νησιού μας.

Άντρος Γ. Καραγιάννης

Δήμαρχος Δερύνειας