Η σημερινή κινητική κοινωνία

Η σημερινή κινητική κοινωνία

Η σημερινή κινητική κοινωνία

Ο κλινικός ψυχολόγος και ψυχαναλυτής παιδιών, εφήβων και ενηλίκων, Γιόζεφ Κνόμπελ Φρόυντ, απόγονος του πατέρα της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόυντ, διερωτάται κατά πόσο είναι εφικτό κανείς να υπακούει κάποιον, τον οποίο ωστόσο δεν σέβεται.  Η απάντηση είναι σαφής, αφού, αν δεν εκτιμάς ή δεν σέβεσαι τον άλλο, δεν θα τον υπακούσεις.  Ο σεβασμός και η επακόλουθη υπακοή κερδίζονται βέβαια με την εκτίμηση που τρέφουμε για τα άτομα του κοινωνικού μας περιβάλλοντος, συνεργάτες μας ή ακόμα και μέλη της οικογένειάς μας.  

Από την άλλη όμως καθημερινά ακούμε γονείς να παραπονιούνται ότι τα παιδιά τους δεν πειθαρχούν ούτε σέβονται τους ίδιους, τους λοιπούς συγγενείς, ακόμη και τους εκπαιδευτικούς τους.  

Συνεπώς καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο σεβασμός απουσιάζει ή δύσκολα κατακτιέται στη σύγχρονη εποχή.  Αυτό είναι εύλογο, αν αναλογιστούμε ότι τα παιδιά στις μέρες μας γίνονται πιο κινητικά, γιατί ζούμε σε μια κινητική, αφηρημένη και παρορμητική κοινωνία λόγω των πολλών προκλήσεων που την χαρακτηρίζουν.  Ο ρυθμός ζωής, όπως αναφέρει ο Γ. Φρόυντ, είναι επιταχυνόμενος, αφού δεχόμαστε -μαζί και τα παιδιά μας- πολλά ερεθίσματα από το πρωί μέχρι το βράδυ από την τηλεόραση, το διαδίκτυο, τα βιντεοπαιχνίδια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.  

Όσον αφορά τώρα τα παιδιά, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι αρκετοί γονείς δεν θέτουν τα απαιτούμενα όρια στα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να τους επιτρέπουν σχεδόν τα πάντα.  Ειδικότερα όταν οι γονείς δεν αφιερώνουν τον απαιτούμενο χρόνο στα παιδιά τους, το παιδί τους καταλήγει να γίνεται πιο κινητικό, για να αποσπάσει την προσοχή της οικογένειάς του ή των φίλων του. Τα παιδιά, στα οποία δεν τίθενται όρια από τους γονείς τους, αναγκάζονται να βρουν τρόπους εκτόνωσης ή υπερδιέγερσης, παίζοντας καθημερινά με τις ώρες, πολεμικά ή ηλεκτρονικά παιχνίδια με φίλους ή στον υπολογιστή τους.  Αυτή η «υπερδιέγερση» γίνεται καθημερινή συνήθεια για τα παιδιά, με αποτέλεσμα αυτά να μην μπορούν να συγκεντρωθούν ή να ηρεμίσουν εύκολα.  Πώς λοιπόν θα καθίσουν ήσυχοι οχτώ ώρες στην τάξη, ακούγοντας τον εκπαιδευτικό;  

Όταν λοιπόν οι γονείς χάνουν την εξουσία στα παιδιά τους, χάνει εξίσου και ο εκπαιδευτικός την εξουσία του στην τάξη. Ο εκπαιδευτικός μένει μάλιστα εκτεθιμένος από τη στιγμή που γονείς και παιδιά δεν σέβονται γενικότερα το έργο των εκπαιδευτικών, μιλάνε άσχημα για το εκπαιδευτικό σύστημα και τον τρόπο διδασκαλίας των εκπαιδευτικών.  

Το σχολείο αποτελεί σήμερα μια μικρογραφία της κοινωνίας, η οποία φαίνεται να γίνεται όλο και πιο βίαιη, σκληρή και επιθετική. Ο κόσμος είναι φορτωμένος με το άγχος της καθημερινότητας, ο καθένας ενδιαφέρεται για την ικανοποίηση των δικών του συμφερόντων, έχει κακή διάθεση και εκνευρισμό που μεταφέρεται και έχει αντίκτυπο στα παιδιά.  

Αν συνειδητοποιήσουμε όμως ότι τα παιδιά περνάνε το ένα τρίτο της παιδικής τους ηλικίας στο σχολείο, τότε θα καταλάβουμε ότι ακούσια υπόκεινται σε ένα συνεχή ανταγωνισμό που θα επεκταθεί αργότερα και στον χώρο εργασίας, στους αθλητικούς χώρους, στις κοινωνικές συναναστροφές, παντού.

Η κοινωνία μας αλλάζει και τα παιδιά της εκμοντερνισμένης κοινωνίας όταν δεν βγαίνουν έξω από το σπίτι ή το διαμέρισμα για να παίξουν, να τρέξουν στους παιχνιδότοπους ή στις πλατείες, παραμένουν κλεισμένα στο σπίτι, βλέποντας τηλεόραση, με επακόλουθο τον δικό τους εκνευρισμό. 

Η τηλεόραση και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια αλλάζουν τον τρόπο σκέψης και τη λειτουργία φροντίδας του παιδιού. Το παιδί σήμερα, αντί να το κοιτάζουν και να το φροντίζουν άλλοι, όπως επισημαίνει ο Γ. Φρόυντ, κοιτάζει το ίδιο συνέχεια μια «νταντά-οθόνη» με εικόνες και η ζωή του αρχίζει έτσι να χτίζεται πάνω σε εξωτερικά ερεθίσματα.  

Για αυτό λοιπόν ο νεότερος Γ. Φρόυντ συμβουλεύει τους γονείς να αφιερώνουν όσο περισσότερο χρόνο στα παιδιά τους, ενώ ο παλαιότερος Σ. Φρόυντ κάτι ήξερε, όταν έγραφε: «Δεν μπορώ να φανταστώ καμιά άλλη ανάγκη των παιδιών, τόσο ισχυρή, όσο η ανάγκη τους για προστασία από τους γονιούς τους».

 

Άντρος Γ. Καραγιάννης

Δήμαρχος Δερύνειας